- αναθύμηση
- αναθύμηση, η και αναθυμιά, η και αναθύμημα, τοη με πόθο ανάμνηση κάποιου ευχάριστου περιστατικού: Στην αναθύμηση του περιστατικού εκείνου το πρόσωπό του γινόταν χαρούμενο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.